Χρόνος έκδοσης: 2006
Εκδοτικός οίκος: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗΣ
Εικονογράφηση: Γιώργος Δημητρίου


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Ο Κωνσταντίνος είχε δοκιμάσει μερικές φορές να τα πει όλα στους γονείς του. Εκείνοι όμως δεν τον πίστευαν και τον διέκοπταν λέγοντας «Αρκετά! Η φαντασία σου δεν έχει όρια!». Έτσι, δεν έμαθε κανείς ότι αυτός ήταν «Το αγόρι των μελισσών», ότι αυτός είχε γίνει στην πραγματικότητα μελισσένιος και είχε μπει σε μια κυψέλη, ότι αυτός είχε μαζέψει μαζί με άλλες μέλισσες γύρη, είχε ταΐσει μελισσόπουλα, είχε ερωτευτεί μια μελισσοπριγκίπισσα.

Προτάσεις επεξεργασίας του βιβλίου

Προτάσεις επεξεργασίας του βιβλίου
Από το Γιώργο Παπαντωνάκη, καθηγητή του Πανεπιστημίου Αιγαίου
 Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο...

Κεφάλαιο 1. Mια μέλισσα στο κάστρο


Ήταν απόγευμα. Καλοκαιράκι. Κάτω από ένα μεγάλο πεύκο κοντά στη θάλασσα ο Κωνσταντίνος είχε μόλις χτίσει ένα κάστρο στην άμμο. Τώρα έστησε μια χάρτινη σημαιούλα στην κορυφή του και έκανε ένα βήμα πίσω για να το καμαρώσει. Χμ, δεν ήταν κι άσχημο. Με την τάφρο ολόγυρα, τις πολεμίστρες, τη μέλισσα…
― ΜΕΛΙΣΣΑ; Τι θέλει μια μέλισσα πάνω στο κάστρο ΜOΥ; απόρησε ενοχλημένος και, κάνοντας έτσι με το χέρι του, την έδιωξε.
Η μέλισσα στριφογύρισε στον αέρα σαν ζαλισμένη και μετά έκανε κι αυτή έτσι με το κεντρί της και τον τσίμπησε.
― Αχ! Το χέρι μου! ξεφώνισε ο Κωνσταντίνος.
Κι εκεί που ήταν έτοιμος να… πονέσει, να κλάψει, να τρέξει σπίτι του, τέλος πάντων, άρχισε να μικραίνει! Να μικραίνει με φοβερή ταχύτητα. Και το χειρότερο; Μίκραινε μόνο αυτός. Τα ρούχα του καθόλου. Έτσι, από τη μια στιγμή στην άλλη, όταν σταμάτησε επιτέλους να μικραίνει, βρέθηκε να πλέει μέσα σε έναν υφασμάτινο σωρό, τοσοδούλης και… τσίτσιδος! Μέσα στον πανικό του, άρπαξε ένα φύκι, που είδε εκεί δίπλα, και το τύλιξε γρήγορα γύρω από τη μέση του. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που του είχε συμβεί. Είχε γίνει τόσος δα! Πιο μικρός κι από τη μέλισσα που τον είχε τσιμπήσει και που είχε πέσει, στο μεταξύ, λίγο πιο πέρα και δεν κουνιόταν καθόλου.
― Ναι, κάνε μας και την ψόφια τώρα! μουρμούρισε παρεξηγιάρικα ο Κωνσταντίνος κι έτριψε το κεντρισμένο του χέρι, που –τι περίεργο!– δεν τον πονούσε πια.
Και τότε ξαφνικά ήρθε και προσγειώθηκε δίπλα του μια άλλη μέλισσα κουνώντας νευρικά τα λεπτά φτερά της. O Κωνσταντίνος πισωπερπάτησε τρομαγμένος. Αλίμονο αν τον τσιμπούσε κι αυτή, έτσι μικροσκοπικός που είχε γίνει τώρα. Και τον κοιτούσε και άγρια! Και με τα ΠΕΝΤΕ μαζί μάτια στο τριγωνικό κεφάλι της –δυο στο πλάι και τρία στη μέση– όλα πελώρια και σκούρα βυσσινί!
― Είδες τις έκανες; του είπε τώρα εκείνη θυμωμένα και κούνησε τις δυο λεπτές ίσιες κεραίες της δασκαλίστικα. Πάει η κυρα-Ζουζού!…
O Κωνσταντίνος κοίταξε άλαλος. Μιλούσαν οι… μέλισσες; Και αυτός τις καταλάβαινε; Βρε, μπας και ονειρευόταν;
― Σε μένα μιλάς; κατάφερε να πει στο τέλος.
― Και βέβαια σε σένα! Είδες τι έκανες; είπε εκείνη δείχνοντας την πεσμένη μέλισσα. Πέθανε η κυρα-Ζουζού και φταις εσύ!
― Μα εγώ… εγώ δεν της έκανα τίποτε! Αυτή τσίμπησε το χέρι μου, διαμαρτυρήθηκε ο Κωνσταντίνος και γύρισε να φύγει.
― Στάσου, μικρέ! τον έπιασε η μέλισσα από τον ώμο. Τώρα πρέπει να ’ρθεις μαζί μου, στην κυψέλη μας. Να σε δικάσει η βασίλισσά μας. Αυτή θα μας πει αν στ’ αλήθεια φταις για το χαμό της κυρα-Ζουζούς!…
― Μα πώς; Εγώ δεν…, άρχισε να λέει ο Κωνσταντίνος.
Μα η μέλισσα τον άρπαξε, τον φόρτωσε στην πλάτη της και την ίδια στιγμή βρέθηκαν κι οι δυο στον αέρα! Ίσα που πρόλαβε να πιαστεί από τον τριχωτό λαιμό της για να μην πέσει, ενώ παρακάλεσε από μέσα του να ξυπνήσει γρήγορα – αν, βέβαια, όλα αυτά ήταν ένα όνειρο μονάχα… Όμως γρήγορα κατάλαβε πως δεν έβλεπε όνειρο. Όλα όσα ζούσε ήταν πραγματικότητα! Στ’ αλήθεια είχε γίνει τοσοδούλης και στ’ αλήθεια τον είχε στην πλάτη της μια μέλισσα, που τον πήγαινε «αεροπορικώς» στην κυψέλη της για να τον δικάσει μια βασίλισσα, γιατί εξαιτίας του, λέει, είχε πεθάνει η… κυρα-Ζουζού.
«Θεούλη μου!» σκέφτηκε ανατριχιάζοντας. «Να δεις που αυτή η μελισσοβασίλισσα θα είναι κάποιο τέρας με τρία κεφάλια!… Αλλά, ακόμη κι αν τη γλιτώσω από αυτή, πώς θα γυρίσω σπίτι μου έτσι όπως έχω καταντήσει; Αχ, τι θ’ απογίνω τώρα;»
Και ήταν τόση η ταραχή του, που του φάνηκε πως είχαν περάσει ώρες ολόκληρες, όταν τελικά η μέλισσα που τον κουβαλούσε προσγειώθηκε στο ξύλινο κατώφλι μιας κυψέλης.
― Φτάσαμε! του είπε. Κατέβα!
O Κωνσταντίνος γλίστρησε από την πλάτη της δισταχτικά, γιατί στην είσοδο στεκόταν φρουρός μια άλλη μέλισσα, που, βλέποντάς τον, είχε ήδη ανασηκώσει αγριωπή τα δυο μπροστινά της πόδια.
― Ποιος είναι αυτός; ρώτησε τώρα τη συνοδό του και τέντωσε εξεταστικά τις κεραίες της προς το μέρος του, ενώ την ίδια στιγμή άπλωνε τα φτερά της στο πλάι κι άνοιγε απειλητικά τα σκληρά σαγόνια της.
― Κατηγορούμενος για φόνο! είπε εκείνη.
― Όχι! Είμαι αθώος! φώναξε αυτός.
― Όλοι έτσι λένε, είπε η μελισσοφρουρός και τον ψηλάφισε με τις κεραίες της. Πάρ’ τον.
― Είμαι αθώωωος! έσκουξε τώρα ο Κωνσταντίνος, ενώ τον τραβούσε η… μελισσοδεσμοφύλακάς του προς το εσωτερικό της κυψέλης.
Μέσα κει δεν έβλεπε τη μύτη του! Έκανε μερικές προσπάθειες να ξεφύγει, αλλά η δεσμοφύλακάς του τον κρατούσε γερά. Όταν όμως συνήθισαν κάπως τα μάτια του στο μισοσκόταδο, εγκατέλειψε κάθε ιδέα απόδρασης. Πρώτα απ’ όλα, δε θα ήξερε πώς να βγει τώρα από αυτόν το λαβύρινθο όπου είχε βρεθεί. Παντού διάδρομοι και διαδρομάκια και καφασωτοί τοίχοι ολόγυρα, που χάνονταν πάνω ψηλά. Αλλά, ακόμη κι αν ήξερε το δρόμο, με τόσες μέλισσες ολόγυρα, σίγουρα δε θα γλίτωνε, έτσι και ξεμοναχιαζόταν. Να, όλο και κάποια πλησίαζε έτοιμη να του ορμήσει με το κεντρί της, μα τη συγκρατούσε η δεσμοφύλακάς του. Και τον κοιτούσαν όλες τους με τόση έχθρα!… Χωρίς να διακόψουν όμως αυτό που έκαναν. Γιατί όλες τους κάτι φαίνονταν να κάνουν εκεί μέσα – έχτιζαν κάτι εξάγωνα κελιά, τα κολλούσαν, βούλωναν τρύπες σε τοίχους, κουβαλούσαν γύρη, σκούπιζαν τους διαδρόμους, αέριζαν με τα φτερά τους εδώ κι εκεί…
Κάποια στιγμή η δεσμοφύλακάς του τον έφερε μπροστά σε μια διαφορετική μέλισσα. Αυτή ήταν τεράστια, με μακρουλή κόκκινη κοιλιά, κεφάλι ολοστρόγγυλο και κεραίες καμπυλωτές. Και γύρω της είχε ένα τσούρμο άλλες μέλισσες που την τάιζαν ασταμάτητα, τη σκούπιζαν και τη μάλαζαν.
― Γκουχ! ξερόβηξε διακριτικά η δεσμοφύλακας κι έκανε μια βαθιά υπόκλιση μπροστά της, σπρώχνοντας και τον Κωνσταντίνο να κάνει το ίδιο.
Εκείνος, καταλαβαίνοντας πως αυτή ήταν η βασίλισσα, βιάστηκε να υποκλιθεί. Δεν ήταν, βέβαια, κανένα τέρας με τρία κεφάλια, όπως την είχε φανταστεί, αλλά πιο καλά να μην της έδινε αφορμή…
― Ποιος είναι αυτός; Τι έκανε; ρώτησε απότομα η βασίλισσα χαμηλώνοντας τις κεραίες της προς το μέρος του.
― Σκότωσε την κυρα-Ζουζού, Μεγαλειοτάτη, απάντησε η δεσμοφύλακας.
― Όχι! Όχι! Δεν τη σκότωσα! διαμαρτυρήθηκε ο Κωνσταντίνος. Εκείνη με τσίμπησε. Oρίστε! κι έδειξε το χέρι του, που είχε κοκκινίσει λίγο σ’ εκείνο το σημείο.
― Κάτι πρέπει να της έκανες πρώτα, γι’ αυτό σε τσίμπησε, του είπε η βασίλισσα σοβαρά.
― Όχι! Εγώ δεν της έκανα τίποτε! διαμαρτυρήθηκε πάλι ο Κωνσταντίνος.
Τότε η μέλισσα με την κόκκινη κοιλιά έσκυψε λίγο και, κοιτάζοντάς τον καλά καλά, του ξανάπε:
― Άκου, μικρέ άνθρωπε: η μέλισσα ποτέ δεν τσιμπάει χωρίς λόγο. ΚΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΑΝΕΣ!
O Κωνσταντίνος ένιωσε την καρδιά του να τρέμει. Αυτή η μέλισσα στα σαγόνια της είχε και δόντια! Κάτι κοφτερά, άγρια δόντια!
― Ε… να…, άρχισε να λέει με δυσκολία. Ήρθε και κάθισε πάνω στη σημαία του κάστρου μου…
― Λοιπόν;
― Τι λοιπόν; πήρε ανάποδες τώρα ο Κωνσταντίνος. Ποιος της είπε να καθίσει πάνω στο κάστρο μου; Εγώ ήθελα να παίξω… Έκανα έτσι με το χέρι μου για να τη διώξω, και κείνη μου το τσίμπησε!
Η βασίλισσα κούνησε το κεφάλι της σκεφτική και είπε:
― Να, λοιπόν, τι έγινε! Η κυρα-Ζουζού σε τσίμπησε γιατί τρόμαξε! Δεν έπρεπε να την τρομάξεις, μικρέ άνθρωπε. Χμ… Τώρα πρέπει να τιμωρηθείς γι’ αυτό. Πάρε τον γρήγορα! διέταξε τη δεσμοφύλακά του. Στη ΦΥΛΑΚΗ!
O Κωνσταντίνος προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί πάλι, μα ήταν τόση η τρομάρα του, που φωνή δε βγήκε από το στόμα του. Και, σαν χαμένος, αφέθηκε να τον πάρουν από κει. Oύτε που κατάλαβε για πότε βρέθηκε μέσα σε ένα από τα εξάγωνα κελιά της κυψέλης. Και ήταν τόση η ταραχή του, που έμεινε ασάλευτος και τον σφράγισαν κιόλας εκεί μέσα! Μετά από μερικά λεπτά όμως συνήλθε και, συνειδητοποιώντας τι του είχαν κάνει, ξαναβρήκε τη φωνή του ακέραιη.
― ΕΕΕΕ! τσίριξε. ΒΓAΛΤΕ ΜΕ ΑΠO ΔΩ! Δε φταίω σας λέω! κι άρχισε να χτυπάει τους κέρινους τοίχους με χέρια και με πόδια. Βγάλτε μεεεεε!…
Μα κανένας δεν ήρθε να τον βγάλει από κει.
Τότε προσπάθησε να σκεφτεί ήρεμα. Δεν μπορεί να τον κρατούσαν κλεισμένο εκεί μέσα για πολύ. Άλλωστε, αυτός δεν ήξερε ότι οι μέλισσες σε τσιμπάνε, όταν τρομάζουν, ούτε ότι πεθαίνουν μετά το τσίμπημα. Κι έπρεπε να πάει σπίτι του… Γρήγορα. Κι εκεί η μαμά του θα έβρισκε τρόπο να τον κάνει πάλι κανονικό αγόρι. Έτσι γίνεται με όλες τις μαμάδες. Γιατί κάποιο φάρμακο θα υπήρχε, βρε αδερφέ, για να τον γιατρέψει από αυτή τη… μελισσοτοσοδουλίτιδα!
Ωστόσο, η ώρα περνούσε και κανείς δεν ερχόταν να τον βγάλει από κει. Έτσι, ξανάβαλε τις φωνές, ακόμη πιο δυνατά τώρα, ενώ χτυπιόταν πάνω στους τοίχους της κέρινης φυλακής του. Και τσίριζε να τον ακούσουν και παρακαλούσε να τον λυπηθούν και φώναζε πως δεν είχε σκοτώσει την κυρα-Ζουζού επίτηδες… Στο τέλος ζάρωσε σε μια γωνία της φυλακής του κι έβαλε τα κλάματα. Κάτι σιγανά κλάματα. Όχι και να τον πουν κλαψιάρη!…
― Ε, ψιτ! Μικρέ άνθρωπε! ακούστηκε ξαφνικά ένας ψίθυρος έξω από τον κερένιο τοίχο της φυλακής του.
― Επιτέλους! είπε ο Κωνσταντίνος αναστενάζοντας και σηκώθηκε. Τέλειωσε το αστείο…
― Σςςς! ήρθε ξανά ο ψίθυρος απ’ έξω. Πιο σιγά μίλα, μη μας ακούσουν. Με λένε Ζιζή. Εγώ σε πιστεύω πως άθελά σου σκότωσες την κυρα-Ζουζού. Λοιπόν, άκου τι θα κάνεις: Μόλις φύγω, φώναξε δυνατά πως θέλεις να δουλέψεις στην κυψέλη. Γεια χαρά τώρα!
Μωρέ, ό,τι ήθελες φώναζε ο Κωνσταντίνος, προκειμένου να τον βγάλουν μέσα από κείνο το κερένιο κουτί…
― Εεεε! Μ’ ακούτε; έσκουξε με όλη του τη δύναμη. Θέλω να δουλέψω! Βγάλτε με! Θα δουλέψω για σας! Εεεε!
Πράγματι, σε δυο λεπτά κατέφτασε η μέλισσα που τον είχε πιάσει και, βοηθούμενη από μερικές άλλες, τον έβγαλε αμίλητη από τη φυλακή και τον πήγε τσουλητό σχεδόν στη βασίλισσα, η οποία όμως εκείνη τη στιγμή είχε χωμένο το κεφάλι της μέσα σε ένα κελί και δεν έλεγε να το βγάλει, όσο και να την παρακαλούσαν οι ακόλουθές της.
― Όχι! Αφήστε με ήσυχη! φώναζε από κει μέσα. Δε θέλω να φάω άλλο! Έχω γίνει τόφαλος πια!
― Μα, Μεγαλειοτάτη, πρέπει να φάτε, γιατί εσείς γεννάτε συνέχεια!
― Όχι! Δεν μπορώ να φάω άλλο. Θα σκάσω! επέμεινε εκείνη να κρατάει το κεφάλι της χωμένο μέσα στο κελί.
― Γκουχ! ξερόβηξε με νόημα η δεσμοφύλακας του Κωνσταντίνου. Μεγαλειοτάτη, σας έφερα το μικρό άνθρωπο.
― Πάλι μού τον έφερες εδώ; είπε αγριεμένη εκείνη βγάζοντας όλο νεύρα το κεφάλι της από το κελί. Δε σου είπα να μείνει στη φυλακή;
― Μεγαλειοτάτη, λέει πως θέλει να δουλέψει στην κυψέλη, εξήγησε γρήγορα η άλλη.
― Χμ, τότε το πράγμα αλλάζει, μαλάκωσε κάπως η βασίλισσα και μία ακόλουθή της βρήκε την ευκαιρία να την μπουκώσει πάλι… Βέβαια, συνέχισε καταπίνοντας γρήγορα την μπουκιά της και αγριοκοιτάζοντας αυτή την ακόλουθη, δεν μπορεί ν’ αντικαταστήσει την κυρα-Ζουζού, αλλά… Ώστε θέλεις να δουλέψεις, μικρέ άνθρωπε;
O Κωνσταντίνος έκανε «ναι» με το κεφάλι του πολλές φορές.
― Είναι λίγο δύσκολο, ξέρεις… Πρέπει και να πονέσεις…
― Θα κάνω ό,τι μου πείτε! Φτάνει να μη με κλείσετε εκεί μέσα πάλι, είπε ο Κωνσταντίνος.
― Θα πρέπει να έρθεις τρεις φορές στην κυψέλη μας και να δουλέψεις, άρχισε η βασίλισσα να του εξηγεί. Και κάθε φορά θα πρέπει να τσιμπάς το δάχτυλό σου με ένα κεντρί. Θα πονάς, μα μόνο έτσι θα γίνεσαι τοσοδούλης, για να μπεις στην κυψέλη μας. Και, μαζί με σένα, θα μικραίνουν και τα ρούχα σου, πρόσθεσε κοιτάζοντας με σημασία το φύκι γύρω από τη μέση του. Και, σαν τελειώνεις τη δουλειά σου, θα σου δίνουμε να φας μια μελόπιτα –μια, χμ, ξεχωριστή πίτα– και θα γίνεσαι πάλι κανονικός άνθρωπος για να μπορείς να γυρίζεις σπίτι σου. Τι λες τώρα; Δέχεσαι;
― Δέχομαι! απάντησε σοβαρά ο Κωνσταντίνος
― Ωραία! είπε ικανοποιημένη η βασίλισσα. Το μαγικό κεντρί, παρακαλώ! είπε στη συνοδεία της και σ’ ένα δευτερόλεπτο της είχαν φέρει ένα σαν βουκέντρα. Πάρ’ το, είπε και το έδωσε στον Κωνσταντίνο. Θα πρέπει να δείχνεις αυτό το κεντρί στη μέλισσα-φρουρό, για να σ’ αφήνει να μπεις μέσα στην κυψέλη… Αυτό το κεντρί θα είναι κάτι σαν διαβατήριο για σένα εδώ μέσα. Λοιπόν, σήμερα, μια κι έχει περάσει η ώρα, μπορείς να φύγεις, αλλά αύριο το πρωί σε περιμένω. Τη μελόπιτα θα σου τη δώσουν να τη φας έξω, γιατί ενεργεί αμέσως…
O Κωνσταντίνος έκανε μια βαθιά υπόκλιση στη βασίλισσα και αφέθηκε στη μέλισσα που τον είχε πιάσει να τον οδηγήσει στην έξοδο. Εκεί τον περίμενε μια μυρωδάτη μελόπιτα. Όμως, παρ’ όλο που του έτρεξαν τα σάλια, βλέποντάς τη, δεν την έφαγε.
― Χμ, νομίζω πως θα πρέπει να με πας πίσω εκεί που… πρωτοσυναντηθήκαμε, είπε συνεσταλμένα στη δεσμοφύλακά του. Βλέπεις, εκεί είναι τα ρούχα μου… Αν φάω εδώ τώρα τη μελόπιτα, θα πρέπει να γυρίσω γυμνός μέχρι κει…
― Και τι πειράζει; απόρησε εκείνη.
― Πειράζει, αν είσαι άνθρωπος…
― Τέλος πάντων, είπε η μέλισσα και βγήκε απρόθυμα στο ξύλινο κατώφλι. Ανέβα στην πλάτη μου να σε πάω.
― Και κάνε μου μια βόλτα εδώ γύρω για να καταλάβω πού βρίσκεται η κυψέλη σας, είπε δισταχτικά ο Κωνσταντίνος, μόλις ανέβηκε στην πλάτη της. Για να ξέρω πού θα ξανάρθω…, συμπλήρωσε γρήγορα.
Η μέλισσα έκανε ό,τι της είπε –λίγο βιαστικά, είναι αλήθεια–, αλλά ο Κωνσταντίνος πρόλαβε να δει πως η κυψέλη τους βρισκόταν στο μελίσσι του κυρ Χρίστου, πάνω στο λόφο του Αϊ-Λια. Στο ξωκλήσι του, εκεί πιο πέρα, γίνονταν το καλοκαίρι μερικά βαφτίσια και γάμοι.
Όταν ο Κωνσταντίνος βρέθηκε ξανά στην παραλία με το αμμουδένιο κάστρο του, αναστέναξε ανακουφισμένος. Ευτυχώς, τα ρούχα του ήταν ακόμη εκεί δίπλα, και, σαν έφυγε η μέλισσα, κοίταξε ένα γύρο και, αφού είδε πως δεν υπήρχε κανείς άλλος εκεί κοντά, άρχισε επιτέλους να τρώει λαίμαργα τη μελόπιτα. Στην τρίτη κιόλας μπουκιά ένιωσε να ψηλώνει. Ίσα που πρόλαβε να φορέσει τα ρούχα του, μην και τον τσακώσει κανείς τσίτσιδο. Μετά καρφίτσωσε προσεχτικά το μαγικό κεντρί –που είχε μεγαλώσει κι αυτό ανάλογα– στο γιακά της μπλούζας του κι έφυγε τρέχοντας για το σπίτι του.


O ήλιος είχε γείρει εδώ και ώρα. Oι γονείς του ήταν στην κουζίνα κι ετοίμαζαν το βραδινό.
― Στρώσε το τραπέζι, γιατί τρώμε σε δυο λεπτά, του είπε ο πατέρας του ακούγοντάς τον να μπαίνει.
O Κωνσταντίνος άρχισε να βγάζει τα πιάτα.
― Μπα! έκανε η μητέρα του καχύποπτα και ζύγωσε στο πρόσωπό του. Κάτι έχεις στο σαγόνι σου… Κάτι έφαγες! Πόσες φορές σού έχω πει να μην τρως τίποτε πριν από το φαγητό, γιατί σου κόβεται η όρεξη;… Τι έφαγες πάλι;
― Και να σου πω, δε θα το πιστέψεις, είπε ο Κωνσταντίνος.
― Για δοκίμασε…
― Μελόπιτα. Μου την έδωσαν οι μέλισσες για να γίνω κανονικός, γιατί είχα γίνει μελισσοτοσοδούλης μετά από το τσίμπημα της κυρα-Ζουζούς, που είχε πεθάνει, στο μεταξύ, μετά από αυτό το τσίμπημα και γι’ αυτό, άλλωστε, εμένα με είχαν κλείσει στη φυλακή πιο πριν, αλλά η Ζιζή μού είπε να…
― Αρκετά! είπε η μητέρα του ρίχνοντας ένα βλέμμα απελπισίας στον πατέρα του. Η φαντασία σου δεν έχει όρια. Σε ποιον έμοιασες κι εγώ δεν ξέρω…
― Εγώ σ’ το είπα ότι δε θα με πίστευες…, μουρμούρισε ο Κωνσταντίνος και συνέχισε το στρώσιμο του τραπεζιού. 

Η συνέχεια στο βιβλίο...