Χρόνος έκδοσης: 2006
Εκδοτικός οίκος: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗΣ
Εικονογράφηση: Γιώργος Δημητρίου


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Ο Κωνσταντίνος είχε δοκιμάσει μερικές φορές να τα πει όλα στους γονείς του. Εκείνοι όμως δεν τον πίστευαν και τον διέκοπταν λέγοντας «Αρκετά! Η φαντασία σου δεν έχει όρια!». Έτσι, δεν έμαθε κανείς ότι αυτός ήταν «Το αγόρι των μελισσών», ότι αυτός είχε γίνει στην πραγματικότητα μελισσένιος και είχε μπει σε μια κυψέλη, ότι αυτός είχε μαζέψει μαζί με άλλες μέλισσες γύρη, είχε ταΐσει μελισσόπουλα, είχε ερωτευτεί μια μελισσοπριγκίπισσα.

Προτάσεις επεξεργασίας του βιβλίου

Προτάσεις επεξεργασίας του βιβλίου
Από το Γιώργο Παπαντωνάκη, καθηγητή του Πανεπιστημίου Αιγαίου
 Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο...

Κεφάλαιο 1. Mια μέλισσα στο κάστρο


Ήταν απόγευμα. Καλοκαιράκι. Κάτω από ένα μεγάλο πεύκο κοντά στη θάλασσα ο Κωνσταντίνος είχε μόλις χτίσει ένα κάστρο στην άμμο. Τώρα έστησε μια χάρτινη σημαιούλα στην κορυφή του και έκανε ένα βήμα πίσω για να το καμαρώσει. Χμ, δεν ήταν κι άσχημο. Με την τάφρο ολόγυρα, τις πολεμίστρες, τη μέλισσα…
― ΜΕΛΙΣΣΑ; Τι θέλει μια μέλισσα πάνω στο κάστρο ΜOΥ; απόρησε ενοχλημένος και, κάνοντας έτσι με το χέρι του, την έδιωξε.
Η μέλισσα στριφογύρισε στον αέρα σαν ζαλισμένη και μετά έκανε κι αυτή έτσι με το κεντρί της και τον τσίμπησε.
― Αχ! Το χέρι μου! ξεφώνισε ο Κωνσταντίνος.
Κι εκεί που ήταν έτοιμος να… πονέσει, να κλάψει, να τρέξει σπίτι του, τέλος πάντων, άρχισε να μικραίνει! Να μικραίνει με φοβερή ταχύτητα. Και το χειρότερο; Μίκραινε μόνο αυτός. Τα ρούχα του καθόλου. Έτσι, από τη μια στιγμή στην άλλη, όταν σταμάτησε επιτέλους να μικραίνει, βρέθηκε να πλέει μέσα σε έναν υφασμάτινο σωρό, τοσοδούλης και… τσίτσιδος! Μέσα στον πανικό του, άρπαξε ένα φύκι, που είδε εκεί δίπλα, και το τύλιξε γρήγορα γύρω από τη μέση του. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που του είχε συμβεί. Είχε γίνει τόσος δα! Πιο μικρός κι από τη μέλισσα που τον είχε τσιμπήσει και που είχε πέσει, στο μεταξύ, λίγο πιο πέρα και δεν κουνιόταν καθόλου.
― Ναι, κάνε μας και την ψόφια τώρα! μουρμούρισε παρεξηγιάρικα ο Κωνσταντίνος κι έτριψε το κεντρισμένο του χέρι, που –τι περίεργο!– δεν τον πονούσε πια.
Και τότε ξαφνικά ήρθε και προσγειώθηκε δίπλα του μια άλλη μέλισσα κουνώντας νευρικά τα λεπτά φτερά της. O Κωνσταντίνος πισωπερπάτησε τρομαγμένος. Αλίμονο αν τον τσιμπούσε κι αυτή, έτσι μικροσκοπικός που είχε γίνει τώρα. Και τον κοιτούσε και άγρια! Και με τα ΠΕΝΤΕ μαζί μάτια στο τριγωνικό κεφάλι της –δυο στο πλάι και τρία στη μέση– όλα πελώρια και σκούρα βυσσινί!
― Είδες τις έκανες; του είπε τώρα εκείνη θυμωμένα και κούνησε τις δυο λεπτές ίσιες κεραίες της δασκαλίστικα. Πάει η κυρα-Ζουζού!…
O Κωνσταντίνος κοίταξε άλαλος. Μιλούσαν οι… μέλισσες; Και αυτός τις καταλάβαινε; Βρε, μπας και ονειρευόταν;
― Σε μένα μιλάς; κατάφερε να πει στο τέλος.
― Και βέβαια σε σένα! Είδες τι έκανες; είπε εκείνη δείχνοντας την πεσμένη μέλισσα. Πέθανε η κυρα-Ζουζού και φταις εσύ!
― Μα εγώ… εγώ δεν της έκανα τίποτε! Αυτή τσίμπησε το χέρι μου, διαμαρτυρήθηκε ο Κωνσταντίνος και γύρισε να φύγει.
― Στάσου, μικρέ! τον έπιασε η μέλισσα από τον ώμο. Τώρα πρέπει να ’ρθεις μαζί μου, στην κυψέλη μας. Να σε δικάσει η βασίλισσά μας. Αυτή θα μας πει αν στ’ αλήθεια φταις για το χαμό της κυρα-Ζουζούς!…
― Μα πώς; Εγώ δεν…, άρχισε να λέει ο Κωνσταντίνος.
Μα η μέλισσα τον άρπαξε, τον φόρτωσε στην πλάτη της και την ίδια στιγμή βρέθηκαν κι οι δυο στον αέρα! Ίσα που πρόλαβε να πιαστεί από τον τριχωτό λαιμό της για να μην πέσει, ενώ παρακάλεσε από μέσα του να ξυπνήσει γρήγορα – αν, βέβαια, όλα αυτά ήταν ένα όνειρο μονάχα… Όμως γρήγορα κατάλαβε πως δεν έβλεπε όνειρο. Όλα όσα ζούσε ήταν πραγματικότητα! Στ’ αλήθεια είχε γίνει τοσοδούλης και στ’ αλήθεια τον είχε στην πλάτη της μια μέλισσα, που τον πήγαινε «αεροπορικώς» στην κυψέλη της για να τον δικάσει μια βασίλισσα, γιατί εξαιτίας του, λέει, είχε πεθάνει η… κυρα-Ζουζού.
«Θεούλη μου!» σκέφτηκε ανατριχιάζοντας. «Να δεις που αυτή η μελισσοβασίλισσα θα είναι κάποιο τέρας με τρία κεφάλια!… Αλλά, ακόμη κι αν τη γλιτώσω από αυτή, πώς θα γυρίσω σπίτι μου έτσι όπως έχω καταντήσει; Αχ, τι θ’ απογίνω τώρα;»
Και ήταν τόση η ταραχή του, που του φάνηκε πως είχαν περάσει ώρες ολόκληρες, όταν τελικά η μέλισσα που τον κουβαλούσε προσγειώθηκε στο ξύλινο κατώφλι μιας κυψέλης.
― Φτάσαμε! του είπε. Κατέβα!
O Κωνσταντίνος γλίστρησε από την πλάτη της δισταχτικά, γιατί στην είσοδο στεκόταν φρουρός μια άλλη μέλισσα, που, βλέποντάς τον, είχε ήδη ανασηκώσει αγριωπή τα δυο μπροστινά της πόδια.
― Ποιος είναι αυτός; ρώτησε τώρα τη συνοδό του και τέντωσε εξεταστικά τις κεραίες της προς το μέρος του, ενώ την ίδια στιγμή άπλωνε τα φτερά της στο πλάι κι άνοιγε απειλητικά τα σκληρά σαγόνια της.
― Κατηγορούμενος για φόνο! είπε εκείνη.
― Όχι! Είμαι αθώος! φώναξε αυτός.
― Όλοι έτσι λένε, είπε η μελισσοφρουρός και τον ψηλάφισε με τις κεραίες της. Πάρ’ τον.
― Είμαι αθώωωος! έσκουξε τώρα ο Κωνσταντίνος, ενώ τον τραβούσε η… μελισσοδεσμοφύλακάς του προς το εσωτερικό της κυψέλης.
Μέσα κει δεν έβλεπε τη μύτη του! Έκανε μερικές προσπάθειες να ξεφύγει, αλλά η δεσμοφύλακάς του τον κρατούσε γερά. Όταν όμως συνήθισαν κάπως τα μάτια του στο μισοσκόταδο, εγκατέλειψε κάθε ιδέα απόδρασης. Πρώτα απ’ όλα, δε θα ήξερε πώς να βγει τώρα από αυτόν το λαβύρινθο όπου είχε βρεθεί. Παντού διάδρομοι και διαδρομάκια και καφασωτοί τοίχοι ολόγυρα, που χάνονταν πάνω ψηλά. Αλλά, ακόμη κι αν ήξερε το δρόμο, με τόσες μέλισσες ολόγυρα, σίγουρα δε θα γλίτωνε, έτσι και ξεμοναχιαζόταν. Να, όλο και κάποια πλησίαζε έτοιμη να του ορμήσει με το κεντρί της, μα τη συγκρατούσε η δεσμοφύλακάς του. Και τον κοιτούσαν όλες τους με τόση έχθρα!… Χωρίς να διακόψουν όμως αυτό που έκαναν. Γιατί όλες τους κάτι φαίνονταν να κάνουν εκεί μέσα – έχτιζαν κάτι εξάγωνα κελιά, τα κολλούσαν, βούλωναν τρύπες σε τοίχους, κουβαλούσαν γύρη, σκούπιζαν τους διαδρόμους, αέριζαν με τα φτερά τους εδώ κι εκεί…
Κάποια στιγμή η δεσμοφύλακάς του τον έφερε μπροστά σε μια διαφορετική μέλισσα. Αυτή ήταν τεράστια, με μακρουλή κόκκινη κοιλιά, κεφάλι ολοστρόγγυλο και κεραίες καμπυλωτές. Και γύρω της είχε ένα τσούρμο άλλες μέλισσες που την τάιζαν ασταμάτητα, τη σκούπιζαν και τη μάλαζαν.
― Γκουχ! ξερόβηξε διακριτικά η δεσμοφύλακας κι έκανε μια βαθιά υπόκλιση μπροστά της, σπρώχνοντας και τον Κωνσταντίνο να κάνει το ίδιο.
Εκείνος, καταλαβαίνοντας πως αυτή ήταν η βασίλισσα, βιάστηκε να υποκλιθεί. Δεν ήταν, βέβαια, κανένα τέρας με τρία κεφάλια, όπως την είχε φανταστεί, αλλά πιο καλά να μην της έδινε αφορμή…
― Ποιος είναι αυτός; Τι έκανε; ρώτησε απότομα η βασίλισσα χαμηλώνοντας τις κεραίες της προς το μέρος του.
― Σκότωσε την κυρα-Ζουζού, Μεγαλειοτάτη, απάντησε η δεσμοφύλακας.
― Όχι! Όχι! Δεν τη σκότωσα! διαμαρτυρήθηκε ο Κωνσταντίνος. Εκείνη με τσίμπησε. Oρίστε! κι έδειξε το χέρι του, που είχε κοκκινίσει λίγο σ’ εκείνο το σημείο.
― Κάτι πρέπει να της έκανες πρώτα, γι’ αυτό σε τσίμπησε, του είπε η βασίλισσα σοβαρά.
― Όχι! Εγώ δεν της έκανα τίποτε! διαμαρτυρήθηκε πάλι ο Κωνσταντίνος.
Τότε η μέλισσα με την κόκκινη κοιλιά έσκυψε λίγο και, κοιτάζοντάς τον καλά καλά, του ξανάπε:
― Άκου, μικρέ άνθρωπε: η μέλισσα ποτέ δεν τσιμπάει χωρίς λόγο. ΚΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΑΝΕΣ!
O Κωνσταντίνος ένιωσε την καρδιά του να τρέμει. Αυτή η μέλισσα στα σαγόνια της είχε και δόντια! Κάτι κοφτερά, άγρια δόντια!
― Ε… να…, άρχισε να λέει με δυσκολία. Ήρθε και κάθισε πάνω στη σημαία του κάστρου μου…
― Λοιπόν;
― Τι λοιπόν; πήρε ανάποδες τώρα ο Κωνσταντίνος. Ποιος της είπε να καθίσει πάνω στο κάστρο μου; Εγώ ήθελα να παίξω… Έκανα έτσι με το χέρι μου για να τη διώξω, και κείνη μου το τσίμπησε!
Η βασίλισσα κούνησε το κεφάλι της σκεφτική και είπε:
― Να, λοιπόν, τι έγινε! Η κυρα-Ζουζού σε τσίμπησε γιατί τρόμαξε! Δεν έπρεπε να την τρομάξεις, μικρέ άνθρωπε. Χμ… Τώρα πρέπει να τιμωρηθείς γι’ αυτό. Πάρε τον γρήγορα! διέταξε τη δεσμοφύλακά του. Στη ΦΥΛΑΚΗ!
O Κωνσταντίνος προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί πάλι, μα ήταν τόση η τρομάρα του, που φωνή δε βγήκε από το στόμα του. Και, σαν χαμένος, αφέθηκε να τον πάρουν από κει. Oύτε που κατάλαβε για πότε βρέθηκε μέσα σε ένα από τα εξάγωνα κελιά της κυψέλης. Και ήταν τόση η ταραχή του, που έμεινε ασάλευτος και τον σφράγισαν κιόλας εκεί μέσα! Μετά από μερικά λεπτά όμως συνήλθε και, συνειδητοποιώντας τι του είχαν κάνει, ξαναβρήκε τη φωνή του ακέραιη.
― ΕΕΕΕ! τσίριξε. ΒΓAΛΤΕ ΜΕ ΑΠO ΔΩ! Δε φταίω σας λέω! κι άρχισε να χτυπάει τους κέρινους τοίχους με χέρια και με πόδια. Βγάλτε μεεεεε!…